- μετέρχεται
- μετέρχομαιcomepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετέρχεθ' — μετέρχεται , μετέρχομαι come pres ind mp 3rd sg μετέρχετο , μετέρχομαι come imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετέρχετ' — μετέρχεται , μετέρχομαι come pres ind mp 3rd sg μετέρχετο , μετέρχομαι come imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετέρχομαι — (I) (ΑΜ μετέρχομαι, Α αιολ. και δωρ. τ. πεδέρχομαι) νεοελλ. (σχετικά με μέσα) χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι («μετέρχεται κάθε μέσο θεμιτό ή αθέμιτο προκειμένου να επιβάλει τις απόψεις του») νεοελλ. μσν. (για τέχνη ή επάγγελμα) ασκώ («μετέρχεται το… … Dictionary of Greek
μετέρχομαι — μετήλθα 1. ασκώ κάποιο επάγγελμα, ασχολούμαι επαγγελματικά: Μετέρχεται το επάγγελμα του δικηγόρου. 2. χρησιμοποιώ μέσα για να πετύχω κάποιο σκοπό: Μετέρχεται βίαιες μεθόδους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακροβατικός — ή, ό (Α ἀκροβατικός) [ἀκροβάτης] νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην ακροβασία και στους ακροβάτες 2. αυτός που εκτελείται από ακροβάτη 3. ο επιτήδειος ή αυτός που μετέρχεται ριψοκίνδυνα τεχνάσματα, ιδιαίτερα στην πολιτική 4. το θηλ. ως … Dictionary of Greek
δημαγωγικός — ή, ό (AM δημαγωγικός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε δημαγωγό, ο κατάλληλος, ο χρήσιμος για δημαγωγία 2. (για προσ.) αυτός που μεταχειρίζεται δημαγωγικές μεθόδους, ο ικανός να δημαγωγεί αρχ. 1. (για χορευτή) ο λαοφιλής, ο… … Dictionary of Greek